- μισιακός
- -ή, -όο συνεταιρικός, ο μεσιακός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μισιακός — ή, ό (Μ μισιακός, ή, όν) βλ. μισακός … Dictionary of Greek
μεσιακός — και μεσακός και μισιακός και μισακός, ή, ό (Μ μεσιακός και μεσακός, ή, όν) μεσαίος νεοελλ. αυτός που ανήκει σε δύο άτομα από μισό στον καθένα («μεσιακό χωράφι» το χωράφι που παραχωρείται από τον ιδιοκτήτη σε κάποιον για καλλιέργεια και… … Dictionary of Greek
ανταμικός — ή, ό [αντάμα] κοινός, συνεταιρικός, μισιακός … Dictionary of Greek